- καταστορέννυμι
- καταστορέννυμι (AM)μσν.καταστρώνω, εξαπλώνωαρχ.1. εκτείνω, απλώνω κάτι από πάνω, καλύπτω, σκεπάζω με κάτι2. στρώνω κάτι πάνω σε μια επιφάνεια3. ξαπλώνω καταγής κάποιον, σκοτώνω κάποιον4. (για θάλασσα) καταπραΰνω, καταπαύω τα κύματα5. μτφ. καθιστώ κάτι ομαλό6. παθ. καταστορέννυμαιμτφ., (για νοσώδη υγρά τού σώματος) εξαλείφομαι, εκλείπω.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στορέννυμι «στρώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.